- μετανίσταμαι
- μετανίστημιremove from hispres ind mp 1st sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός … Dictionary of Greek
μετανίστημι — (Α) [ανίστημι] 1. μετακινώ κάποιον από τη χώρα του ή αναγκάζω κάποιον να εγκαταλείψει τη χώρα του, να μετοικήσει 2. μεταθέτω σε άλλο τόπο, παραμερίζω 3. αποτρέπω 4. παθ. μετανίσταμαι α) μεταναστεύω, μετοικώ, εγκαθίσταμαι σε άλλο τόπο («ἐς τοῡτον… … Dictionary of Greek
συμμετανίστημι — Α (κυρίως το παθ.) συμμετανίσταμαι μεταναστεύω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μετανίσταμαι «μεταναστεύω, μετοικώ»] … Dictionary of Greek